Ερασιτεχνική οπτική

 
 

 

ΙΙΙ.

Καί ποῦ ἐρωτεύτηκα;
Χάρτινες ἐκδρομές μέτραγα
Μέ λέξεις ἀνελέητες σέ τετράγωνα σκισμένες.
Μνημόσυνες ἀβαρίες
Τά Κυριακάτικα πρωινά
Ὅταν ὁ βάσκανος ὀφθαλμός
Ἐπιτίθεται στήν ἀκυβέρνητη μελαγχολία
Μέ ἀδιάκριτη παραφορά.
Τό φαινόμενο ἀσύνηθες
Στήν παραμορφωτική του διάσταση.
Δανεισμένο Leitmotive
Ἀπό μουσικές εὐγενῶν
Μέ λέξεις, λάδι καί νερό
Γιά ἠχηρή ἐπανεκτίμηση.

VII.

Καί ποῦ ἐρωτεύτηκα;
Ἄλυτα μυστήρια μέτραγα
Ἀπό τό διπλανό δωμάτιο τῆς πανσελήνου.
Ἑτερόφωτη καί αὐτή
Στήν ἰονισμένη ἄνοιξη
Καί μέ πειραγμένο ἠλεκτρικό
Πῶς νά δῶ τήν αἰωνιότητα τῶν ὡρῶν
Μέσα ἀπό ὑλικά στοιχεῖα
Ἀκουμπισμένα στό τραπέζι τῆς παράδοσης
Σάν ἱεροπραξία ἐλπίδας;
Θά ἀποτεφρωθεῖ ἡ προφητεία
Ἀνάμεσά σε πικροδάφνες
Βράδυ Παρασκευῆς
Σάββατο ἀλληγορίας.

ΧΧΙ.

Καί ποῦ ἐρωτεύτηκα;
Τῶν ψυχῶν τόν ἴσκιο μέτραγα
Στήν ξερή γῆ πού ἔχωνα τό χέρι.
Ἐκ γυναικός γεννημένες οἱ ψυχές
Πλασμένες μέ ὑλικά ἐξόντωσης
Μέ ρωγμές παντοῦ
Σχεδόν ἀνυπόστατες.
Μέ ὀνόματα ὀργῆς σέ ἀδιέξοδα
Φώναζαν τή φθορά πατέρα
Καί τούς σκώληκες μητέρα κι ἀδελφή.
Ἔβγαζαν ρίζες στούς καιρούς
Κι ἕναν κορμό στά Στάγειρα
Ποῦ ζύγιζε τό βάρος τοῦ ἀέρα
Μά ὅταν μέτρησε τή φωτιά, φῶς τήν ἔστελνε.

Παρουσίαση 22/052013 Πολυχώρος «Χυτήριο»